αρνησιά

αρνησιά
η
άρνηση, λήθη, λησμονιά: Την αρνησιά του αυτή την περίμενα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αρνησιά — η [αρνούμαι] 1. ο τόπος όπου οι νεκροί απαρνιούνται, λησμονούν τους ζωντανούς («με πάει στης άρνης τα βουνά, στης αρνησιάς τους κάμπους», μοιρολ.) 2. η λησμονιά, η λήθη («να πιω νερό της αρνησιάς στης άρνας το λαγκάδι», Παλαμάς) …   Dictionary of Greek

  • άρνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 461 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρίδος. * * * και άρνη, η η λησμονιά, η λήθη («της άρνας το νερό» πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωσιά — η η ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώση + κατάλ. ιά (πρβλ. άρνηση > αρνησιά, θόλωση > θολωσιά)] …   Dictionary of Greek

  • σπάλα — η, Ν 1. ζωοτ. το οστό τής ωμοπλάτης 2. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο τεμαχισμού τού σφαγίου, το οποίο έχει ως ανατομική βάση το οστό τής ωμοπλάτης 3. φρ. α) «χοιρινή σπάλα» τεμάχιο χοιρινού κρέατος το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”